Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

υποδέχομαι κάποιον

  • 1 тепло

    тепл||о I
    с ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:
    количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.
    тепло II
    1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:
    одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·
    2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:
    в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > тепло

  • 2 холодно

    холодно
    1. безл κάνει ψύχρα, κάνει κρύο:
    мне \холодно κρυώνω, αίσθάνομαι κρύο· сего́дня \холодно σήμερα κάνει κρύο·
    2. нареч (равнодушно) ψυχρά, ἀδιάφορα:
    \холодно встретить кого́-л. ὑποδέχομαι κάποιον ψυχρά· ◊ ни тепло́ ни \холодно οὔτε κρύο ὁὔτε ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > холодно

  • 3 ψυχρά

    επίρρ. холодно, равнодушно;

    υποδέχομαι κάποιον ψυχρά — холодно принимать кого-л.;

    § κακά ψυχρά κι' ανάποδ,α — дело швах, хуже некуда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψυχρά

  • 4 объятие

    ουδ.
    αγκαλιά•

    принимать кого распростртыми -ями υποδέχομαι κάποιον με ανοιχτή την αγκαλιά•

    раскрыть -я ανοίγω την αγκαλιά•

    заключить в -я κλείνω στην αγκαλιά, αγκαλιάζω σφιχτά.

    Большой русско-греческий словарь > объятие

  • 5 тепло

    I тепло Ι 1. нареч. θερμά, ζεστά* \тепло одеться φορώ (ила ντύνομαι) ζεστά* \тепло встретить кого-л. υποδέχομαι θερμά κάποιον 2, предик, κάνει ζέστη; сегодня \тепло σήμερα κάνει ζέστη; мне \тепло ζεσταίνομαι II тепло II с η ζέστη, η ζεστασιά; сегодня два градуса \теплоа σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν держать в \теплое κρατώ στη ζεστασιά
    * * *
    I 1. нареч.
    θερμά, ζεστά

    тепло́ оде́ться — φορώ ( или ντύνομαι) ζεστά

    тепло́ встре́тить кого́-л. — υποδέχομαι θερμά κάποιον

    2. предик.

    сего́дня тепло́ — σήμερα κάνει ζέστη

    мне тепло́ — ζεσταίνομαι

    II с
    η ζέστη, η ζεστασιά

    сего́дня два гра́дуса тепла́ — σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν

    держа́ть в тепле́ — κρατώ στη ζεστασιά

    Русско-греческий словарь > тепло

  • 6 хлеб-соль

    хлеб-соль
    ж разг (гостеприимство) ἡ φιλοξενία:
    встречать кого́-л. хлебом-со́лыо ὑποδέχομαι φιλόξενα κάποιον, παρέχω φιλοξενία σέ κάποιον водить с кем-л, \хлеб-соль ἔχω φιλίες σχέσεις μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > хлеб-соль

  • 7 принимать

    приним||ать
    несов
    1. (получать) παίρνω, λαβαίνω, (παρα)λαμβάνω / δέχομαι (предложенное):
    \принимать пакет λαβαίνω τό δέμα· \принимать раднограмму παίρνω ραδιογράφημα· \принимать подарок δέχομαι δῶρο·
    2. (должность и т. ἡ.) ἀναλαμβάνω, ἀναλα-βαίνω·
    3. (включать в состав) δέχομαι, παίρνω:
    \принимать в партию δέχομαι στό κόμμα· \принимать на работу παίρνω στή δουλειά·
    4. (гостей, посетителей и т. п.) δέχομαι, δεξιοδμαι:
    холодно \принимать кого́-л. ὑποδέχομαι ψυχρά κάποιον врач \приниматьа́ет с часу до пяти ὁ γιατρός δέχεται ἀπό τήν μία ὡς τις πέντε·
    5. (резолюцию, постановление и т. п.) ψηφίζω, παίρνω, ἐγκρίνω:
    \принимать закон ψηφίζω νόμο·
    6. (пищу, лекарство и т. п.) παίρνω, πίνω:
    \принимать пилюлю παίρνω χάπι· \принимать порошок πίνω σκονάκι·
    7. (за кого-л., что-л.) παίρνω γιά, ὑπολαμ-βάνω:
    \принимать за знакомого τόν παίρνω γιά γνώριμο, τόν παίρνω γιά γνωστό· \принимать что-л. за чистую монету τό παίρνω κάτι τοις μετρητοίς·
    8. (характер, форму и т. п.) ἀποκτω:
    дело \приниматьа́ет дурной оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἄσχημη τροπή· \принимать всерьез τό παίρνω στά σοβαρά· \принимать что-л. в шу́тку τό παίρνω στ' ἀστεΐα· ◊ \принимать ванну κάνω μπάνιο· \принимать бой δέχομαι μάχη· \принимать гражданство πολιτογραφοῦμαι· \принимать присягу ὀρκοδοτώ, παίρνω δρκον, ὀρκωμοτώ· \принимать меры λαμβάνω μέτρα· \принимать участие в чем-либо παίρνω μέρος σέ κάτι· \принимать к сведению λαμβάνω ὁπ· δψη· \принимать во внимание λαμβάνω ὑπ' δψιν, ἀναλογίζομαι· \принимать что-л. близко к сердцу τό παίρνω κατάκαρδα· не \принимать в расчет δέν (τό) λογαριάζω· \принимать обязательства ἀναλαμβάνω ὑποχρεώσεις· \принимать вид παίρνω ὕφος, κάνω τόν...· \принимать за правило θεωρώ κανόνα· \принимать на себя ἀναλαμβάνω· \принимать по́зу παίρνω πόζα· \приниматьа́я во внимание, что... παίρνοντας ὑπ' ὅψη ὅτι...· не \приниматьа́я во внимание... μην παίρνοντας ὑπ' ὅψη, ἀγνοώντας· \принимать ро́ды, \принимать ребенка ξεγεννώ γυναίκα.

    Русско-новогреческий словарь > принимать

См. также в других словарях:

  • υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… …   Dictionary of Greek

  • υποδέχομαι — υποδέχτηκα 1. μτβ., δέχομαι κάτι που πέφτει ή πνέει από πάνω: Η στέρνα υποδέχεται το νερό από το λούκι. 2. δέχομαι φιλόφρονα κάποιον, τον προϋπαντώ όταν έρχεται, τον δεξιώνομαι: Τον υποδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • αποθεώνω — (AM ἀποθεῶ, όω) θεοποιώ κάποιον, από θνητό τον μεταβάλλω σε αθάνατο νεοελλ. 1. αποδίδω σε κάποιον θεϊκές τιμές, τον τιμώ σαν θεό 2. εκθειάζω, εξυμνώ, περιβάλλω με δόξα 3. υποδέχομαι κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, τον ζητωκραυγάζω 4. ταλαιπωρώ… …   Dictionary of Greek

  • ξενίζω — (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος] 1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ. β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.) 2. προκαλώ έκπληξη ή… …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] …   Dictionary of Greek

  • καλοδέχομαι — 1. υποδέχομαι κάποιον ευχάριστα, κάνω καλή υποδοχή σε κάποιον 2. ακούω κάτι με ευχαρίστηση, αποδέχομαι κάτι με ευμένεια («δεν τά καλοδέχθηκε αυτά που τού είπα») 3. (η μτχ. ενεστ.) καλοδεχούμενος, η, ο καλόδεχτος* («είσαι πάντα καλοδεχούμενος στο… …   Dictionary of Greek

  • καλωσορίζω — 1. προσφωνώ κάποιον με τη φράση «καλώς όρισες» 2. εξέρχομαι για υποδοχή κάποιου, υποδέχομαι κάποιον που έρχεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. καλώς όρισες] …   Dictionary of Greek

  • προασμενίζω — Α υποδέχομαι κάποιον προηγουμένως με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀσμενίζω «παίρνω, δέχομαι με χαρά»] …   Dictionary of Greek

  • προσδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α δέχομαι κάτι ευχαρίστως νεοελλ. δέχομαι επιπροσθέτως |] αρχ. 1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο 2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • καλωσορίζω — καλωσόρισα, καλωσορίστηκα, καλωσορισμένος, υποδέχομαι κάποιον, τον καλοδέχομαι: Όπου και να πήγαινε, όλοι τον καλωσόριζαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»